- ζωοκοίμητος
- ζωοκοίμητος, -ον (Μ)μόνο στη φράση «ζωοκοίμητος μετάθεσις»(για την Παναγία) η μετάθεση της από τη ζωή στον θάνατο, η εν ζωή κοίμηση της.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -κοιμητος (< κοιμώμαι), πρβλ. α-κοίμητος, πολυ-κοίμητος].
Dictionary of Greek. 2013.